- βαθύστομος
- βαθύστομος, -ον (Α)εκείνος που έχει βαθύ στόμιο ή άνοιγμα («βαθύστομα σπήλαια»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθυστόμῳ — βαθύστομος deep mouthed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύστομα — βαθύστομος deep mouthed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek